συγκρίσεις

συγκρίσεις
σύγκρισις
aggregation
fem nom/voc pl (attic epic)
σύγκρισις
aggregation
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… …   Dictionary of Greek

  • ταξινομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταξινόμηση 2. φρ. α) «ταξινομικά χαρακτηριστικά» βιολ. χαρακτηριστικά μορφολογικά, φυσιολογικά, συμπεριφοράς ή δομής, τα οποία οι συστηματικοί απομονώνουν από τα άλλα χαρακτηριστικά τού οργανισμού και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”